Παιδιά με γενικευμένη αγχώδη διαταραχή παρουσιάζουν υπερβολική ανησυχία για κάθε τι που σχετίζεται με επερχόμενη δραστηριότητα ή τις συνέπειες των δραστηριοτήτων αυτών. Ανησυχούν αδικαιολόγητα για την ακαδημαϊκή τους επίδοση ή τις αθλητικές δραστηριότητες ή και για ενδεχόμενες φυσικές καταστροφές όπως είναι οι σεισμοί ή οι πλημμύρες. Η ανησυχία επιμένει ακόμα και όταν το παιδί δεν κρίνεται από κανέναν ή τα έχει καταφέρει ήδη πολύ καλά. Λόγω της ανησυχίας τους, τα παιδιά μπορεί να είναι ιδιαίτερα συμμορφωμένα με τάση τελειομανίας και πάντα αβέβαια για τον εαυτό τους. Συνηθίζουν να επαναλαμβάνουν τα καθήκοντα τους εάν το αποτέλεσμά τους δεν είναι τέλειο. Αποζητούν την αποδοχή και χρειάζονται συνεχή επιβεβαίωση αναφορικά με την απόδοση τους και τις ανησυχίες τους. Σύμφωνα με τις μελέτες που έχουν καταγραφεί στο DSM-IV το ποσοστό εξάπλωσης της διαταραχής μέσα σε ένα χρόνο σε όλες τις ηλικίες είναι 3%
Περίπου ένας στους δύο ενήλικες που αποζητούν θεραπεία αναφέρουν πως εντοπίζουν την αρχή του προβλήματος στην παιδικά ή και εφηβική ηλικία αλλά η αναλογία των παιδιών με αυτή τη διαταραχή που διατηρείται και στην ενήλικη ζωή δεν είναι ακόμα γνωστή. Τα ποσοστά υποχώρησης της ασθένειας δεν φαίνεται να είναι τόσο υψηλά όσο στη διαταραχή αποχωρισμού(βλ πιο κάτω ενότητα).
Το άγχος βιώνεται από το παιδί σαν αίσθημα κινδύνου ενώ τα σωματικά συμπτώματα που συνοδεύουν αυτή την κατάσταση είναι πονοκέφαλοι, ναυτία ή και εμετοί. Συχνά τα παιδιά μπορεί να παραπονεθούν για αναπνευστική δυσφορία και ταχυκαρδία, πόνο στο στομάχι και εφίδρωση.
Σε επίπεδο συμπεριφοράς έντονη είναι η ευερεθιστότητα που παρουσιάζουν, με τη μορφή ξεσπάσματος αλλά και η ιδιαίτερη δυσκολία τους να συναναστρέφονται άλλα παιδιά. Σε τέτοιες περιπτώσεις παρατηρούμε να κλαίνε εύκολα η να αντιδρούν φοβικά σε διαφορετικά ερεθίσματα και καταστάσεις εκδηλώνοντας αβάσιμο άγχος και υπερβολική ανησυχία.
Σύμφωνα με τις ερευνητικές μελέτες τόσο οι γενετικοί αλλά και οι
- 1
- 2