Η εναντιωματική προκλητική διαταραχή μπορεί να διαγνωστεί όταν ένα παιδί παρουσιάζει συνεχόμενα και επίμονα σημεία πρόκλησης, ανυπακοής και εχθρότητας απέναντι σε πρόσωπα κύρους ή εξουσίας όπως γονείς, δάσκαλοι και άλλοι ενήλικες. Η ΕΠΔ χαρακτηρίζεται από προβληματικές συμπεριφορές όπως, έντονοι καυγάδες και διαμάχες, ευερεθιστότητα, σκόπιμη οχληρότητα, κακεντρέχεια και εκδηλώσεων μνησικακίας απέναντι σε άλλα άτομα. Παιδιά που υποφέρουν από τη συγκεκριμένη διαταραχή συνήθως και ακολούθως χάνουν την υπομονή τους, καυγαδίζουν με ενήλικες, σκοπίμως αρνούνται να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις ή τους κανόνες που τίθενται στο σπίτι. Επιπρόσθετα κατηγορούν πάντα τους άλλους για τα δικά τους λάθη και είναι συνεχώς θυμωμένα και αγανακτισμένα.
Το πείσμα τους προκύπτει για τον έλεγχο των ορίων των άλλων. Αυτά τα χαρακτηριστικά δημιουργούν σημαντικές δυσλειτουργίες και δυσκολίες τόσο στην οικογένεια όσο και στο φιλικό και σχολικό περιβάλλον (DSM-IV και Weiner, 1997).
Η ΕΠΔ φαίνεται να απασχολεί το 2 έως το 6% του πληθυσμού και κατανέμεται εξίσου σε αγόρια και κορίτσια. Σε παιδιά προσχολικής ηλικίας η έντονη αντιδραστικότητα, η δυσκολία στο να μείνουν υπάκουα και η αυξημένη κινητικότητα μπορεί να υποδηλώνουν παράγοντες εκδήλωσης της διαταραχής. Ενώ με τις ενδεχόμενες συζυγικές δυσκολίες, την ανεπιτυχή εύρεση ανθρώπων που προσέχουν το παιδί κάποιες ώρες της ημέρας και τη συχνή αλλαγή αυτών των ανθρώπων σε συνδυασμό με ένα περιβάλλον με ευμετάβλητη ανεξέλεγκτη διαπαιδαγώγηση, αποτελούν σίγουρα παράγοντες που συμβάλουν αρνητικά στην κατάσταση.